- κεφαλόθλαστος
- κεφαλόθλαστος, -ον (Α)1. αυτός που έχει σπασμένο το κεφάλι του2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεφαλόθλαστασπασίματα, ζουλίσματα, μώλωπες τού κεφαλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -θλαστος (< θλαστός < θλῶ «σπάω»), πρβλ. ημισύ-θλαστος, νευρό-θλαστος].
Dictionary of Greek. 2013.